- σύνταξη
- 1) pension2) retraite3) revenu4) syntaxe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… … Dictionary of Greek
σύνταξη — η 1. επιχορήγηση που δίνεται σ έναν υπάλληλο μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία του ή μετά το θάνατό του στους συγγενείς του: Αυξήθηκαν οι αγροτικές συντάξεις. 2. πλοκή των λέξεων στο γραπτό ή προφορικό λόγο: Η σύνταξη σ αυτή την πρόταση δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντάξῃ — συντάξηι , σύνταξις putting together in order fem dat sg (epic) συντάσσω put in order together aor subj mid 2nd sg συντάσσω put in order together aor subj act 3rd sg συντάσσω put in order together fut ind mid 2nd sg συντάσσω put in order together … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττική σύνταξη — Η συνεκφορά, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, πληθυντικού υποκειμένου στο ουδέτερο γένος με ρήμα στον ενικό (τα παιδία παίζει). Η σύνταξη αυτή συναντάται στον Όμηρο και σε αττικιστές (μιμητές της αττικής διαλέκτου) της εποχής του Αύγουστου … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
απρόθετος — η, ο 1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα 2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι) β) «απρόθετα ουσιαστικά» αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί … Dictionary of Greek
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek